στοχαστικά

στοχαστικά
στοχαστικός
skilful in aiming at
neut nom/voc/acc pl
στοχαστικά̱ , στοχαστικός
skilful in aiming at
fem nom/voc/acc dual
στοχαστικά̱ , στοχαστικός
skilful in aiming at
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοχαστικάς — στοχαστικά̱ς , στοχαστικός skilful in aiming at fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • Εμινέσκου, Μιχαήλ — (Mihail Eminescu, Μποτοσάνι, Μολδαβία 1850 – Βουκουρέστι 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου ποιητή Μιχαήλ Εμινόβιτσι (Mihail Eminovici). Έπειτα από μια περιπετειώδη νεότητα, ο Ε. πήγε για σπουδές στη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”